θρεπτήριος

θρεπτήριος
θρεπτήριος, -ον (ΑΜ) [θρεπτήρ]
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον
τόπος διατροφής και ανατροφής
αρχ.
1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός
2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί
3. τα προς το ζην, η τροφή
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) τὰ θρεπτήρια
η αμοιβή που δινόταν από τους γονείς σε τροφούς ή παιδαγωγούς τών παιδιών τους, τα θρέπτρα*
β) τα έξοδα ανατροφής που ανταπέδιδαν τα παιδιά στους γονείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρεπτήριος — feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήριον — θρεπτήριος feeding masc/fem acc sg θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτηρίου — θρεπτήριος feeding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτήρια — θρεπτήριος feeding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”